Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρραος — ἔρραος, ὁ (Α) 1. ο κριός 2. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
ἐρράου — ἔρραος ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)